Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011


Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ Στόν κύκλο τών εορτών τού λειτουργικού χρόνου κάποια γεγονότα τού σωτηριολογικού κύκλου έχουν μιά ιδιαίτερη σπουδαιότητα αφού μέσα απ’ αυτά σάν από χαραμάδες ατενίζουμε τό φιλάνθρωπο σχέδιο τής θείας τού Θεού βουλής γιά τή λύτρωσή μας. Ξεκινούν από τήν εκπλήρωση τής αρχαίας βουλής μέ τόν Ευαγγελισμό τής Θεοτόκου, γευόμαστε τήν χαρά τής Γεννήσεως καί τώρα τήν συνάντηση μέ τήν εκπλήρωση τών νομικών διδαχών τήν ημέρα τής Υπαπαντής καί συνεχίζονται, είτε στόν κύκλο τών κινητών, είτε σ’ αυτόν τών ακινήτων εορτών.Η Υπαπαντή αποτελεί κι αυτή ένα σταθμό στήν πορεία τής ζωής τού νέου Βρέφους καί συμβαίνει σαράντα ημέρες μετά τήν Γέννηση. Πηγή:http://www.i-m-attikis.gr Υπαπαντή θά πεί προϋπάντηση, (από τό ρήμα υπαπαντών, υπ>ό + απαντώ) καί έχει σχέση μέ δυό περιστατικά, πού βρίσκουν τήν εκπλήρωσή τους τήν μέρα αυτή. Κάθε Εβραίος πατέρας είχε τήν υποχρέωση από τόν Μωσαϊκό Νόμο νά προβεί στόν εξαγιασμό καί αφιέρωση τού πρωτοτόκου αρσενικού του παιδιού. Από τό βιβλίο τής Εξόδου (13, 1, 12-13) πληροφορούμαστε, ότι ο Θεός, μετά τήν θανάτωση τών πρωτοτόκων παιδιών τών Αιγυπτίων, διέταξε τούς Εβραίους νά αφιερώνουν σ’ Αυτόν, “πάν άρσεν διανοίγον μήτραν”. Αλλά καί όταν στήθηκε η Σκηνή τού Μαρτυρίου καί ανέλαβαν τήν ιερατική υπηρεσία της οι Λευίτες (Αριθμ. 3, 11), πάλι ο Θεός δίνει εντολή, ώστε νά διατηρηθεί ζωντανή στήν κάθε εβραϊκή καρδιά η έννοια τού δικαιώματός Του πάνω στά πρωτότοκα αγόρια νά εξαγοράζονται (Αριθμ. 18, 15-16) αντί πέντε σίκλων (σίκλος, μονάδα βάρους) από χρυσό ή άργυρο, καί αντιστοιχούσε σέ βάρος 14,5 γραμμάρια. Ο Νόμος ακόμη όριζε, ότι η γυναίκα πού γεννούσε αρσενικό παιδί ήταν γιά επτά μέρες, μέχρι τήν περιτομή αυστηρά ακάθαρτη, καί παρέμενε ακόμη ακάθαρτη, (όχι αυστηρά) γιά άλλες τριάντα τρείς ημέρες. Στό διάστημα αυτό δέν έπρεπε νά πλησιάσει κάτι πού ήταν ιερό, αλλά ούτε καί τής ήταν επιτρεπτό νά μπεί στό χώρο τού Ναού. Μετά τήν τεσσαρακοστή μέρα έπρεπε νά προσέλθει στό Ναό καί νά προσφέρει “αμνόν ενιαύσιον άμωμον εις ολοκαύτωμα καί νεοσσόν περιστεράς ή τρυγόνα περί αμαρτίας επί τήν θύραν τής Σκηνής τού Μαρτυρίου πρός τόν ιερέα” (Λευιτ. 12, 7-8). Ο ιερέας μέσα από τήν πράξη τής ιερουργίας προέβαινε σέ εξιλεωτική θυσία γιά τόν καθαρισμό της καί τήν αφιέρωση τού παιδιού της στό Θεό. Αυτή τήν νομική υποχρέωση έπρεπε νά εκπληρώσει καί η Παναγία, πού μέ τή συνοδεία τού Ιωσήφ, έρχεται στά Ιεροσόλυμα κρατώντας στήν αγκαλιά τό Βρέφος της καί μαζί τούς νεοσσούς γιά τήν θυσία τού καθαρισμού. Τό γεγονός αυτό τό αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς (2, 22-25). Ο ίδιος ευαγγελιστής παράλληλα διασώζει καί ένα άλλο περιστατικό σχετικό μέ τόν δίκαιο Συμεών, πού κατά τήν στιγμή τής εισόδου στόν περίβολο τού Ναού “προϋπάντησε” τήν Παναγία καί τό Βρέφος. Στό Συμεών είχε αποκαλυφθεί από τό Άγιο Πνεύμα, ότι δέν θά πέθαινε μέχρι νά δούν τά μάτια τόν σαρκωθέντα Θεό. “Ήν αυτώ κεχρηματισμένον υπό τού Πνεύματος τού Αγίου μή ιδείν θάνατον πρίν ή ίδη τόν Χριστόν Κυρίου” (Λουκ. 2. 26). Η παράδοση αναφέρει σχετικά μέ τό γεγονός αυτό, ότι ο δίκαιος Συμεών αρκετά χρόνια πρίν από τήν γέννηση τού Χριστού, επιστρέφοντας στά Ιεροσόλυμα μαζί μέ άλλους νομοδιδασκάλους από κάποια αποστολή έκαναν συζήτηση πάνω σέ κάποια προφητικά κείμενα. Μεταξύ αυτών συζητήθηκε καί αυτό, πού αναφέρεται στόν Ησαία: “Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει καί τέξεται Υιόν, καί καλέσεις τό όνομα αυτού Εμμανουήλ” (7, 14). Ο Συμεών, άν καί άνθρωπος μέ πολλή ευλάβεια δυσπίστησε, καί πρόβαλλε αντιρρήσεις γιά τό αδύνατο τής γεννήσεως ανθρώπου μέ παρθενογένεση. Λέγεται ότι ενώ γίνονταν αυτή η κουβέντα, δέχθηκε από κάποιο αόρατο χέρι ένα ηχηρό ράπισμα, ενώ παράλληλα ακούστηκε μιά φωνή, πού τού έλεγε: “Καί θά δούν τά μάτια σου καί θά αγγίξουν τά χέρια τόν Χριστόν Κυρίου”. Παρ’ όλα αυτά η δυσπιστία δέν τόν αποχωρίστηκε καί εξακολουθούσε νά έχει τούς ενδοιασμούς του. Καί ενώ περνούσαν τό ποτάμι πού βρίσκονταν, λέγεται, ότι έβγαλε από τό χέρι του τό δακτυλίδι καί πέταξε στό νερό τού ποταμού καί είπε: “αν αυτό τό δακτυλίδι ξαναβρεθεί στά χέρια μου, τότε πράγματι θά μπορέσουν όλα αυτά νά γίνουν πραγματικότητα”. Η πορεία τής επιστροφής στά Ιεροσόλυμα συνεχίζονταν οπότε καί έφθασαν σέ κάποιο πανδοχείο ζητώντας φαγητό καί διαμονή. Ο πανδοχέας τούς πρόσφερε φαγητό από ψάρια. Καί ενώ έτρωγαν τά ψάρια, σ’ εκείνο τού Συμεών βρέθηκε μέ τρόπο θαυμαστό τό δακτυλίδι, πού πρίν είχε πετάξει στά νερά τού ποταμού. Ο Συμεών γεμάτος θαυμασμό, δοξολόγησε τό Θεό γιά τό θαυμαστό σημάδι πού τού φανέρωσε, καί πεπεισμένος πιά στήν εκπλήρωση τής προφητείας τού Ησαία επιστρέφει στά Ιεροσόλυμα μέ τήν απόφαση τής παραμονής, γιά τό υπόλοιπο τής ζωής του, στόν ιερό χώρο τού Ναού αναμένοντας νά δούν τά μάτια του τήν εκπλήρωση τής προφητείας. Στήν ηλικία τών εκατό δέκα χρόνων αξιώθηκε νά κρατήσει στήν γηραλέα του αγκαλιά τό Βρέφος Ιησού καί να ζητήσει μετά τήν “απόλυσή” του από τήν ζωή. Είναι αξιοσημείωτα τά όσα είπε δεχόμενος στήν αγκαλιά του τό Βρέφος: “νύν απολύεις τόν δούλον σου, Δέσποτα, κατά τό ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τών λαών, φώς εις αποκάλυψιν εθνών καί δόξαν λαού σου Ισραήλ”. Ο ευαγγελιστής ακόμη διασώζει καί μιά προφητική αποστροφή πρός τήν Παναγία Μητέρα Του, “ιδού ούτος κείται εις πτώσιν καί ανάστασιν πολλών εν τώ Ισραήλ καί εις σημείον αντιλεγόμενον, καί σού δέ αυτής τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, όπως άν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί” (Λου. 2, 32-35). Ο δίκαιος Συμεών αξιώθηκε καί νά δεί καί νά βαστάσει τόν σαρκωθέντα Θεό. Αξιώθηκε μ’ ένα τρόπο θαυμαστό νά προσεγγίσει τό μεγάλο μυστήριο τού Αιωνίου, πού μπήκε στήν διαδικασία τού χρόνου. Νά πιάσει τόν Αχώρητο, πού χώρεσε στήν παρθενική μήτρα, στήν γέρικη αγκαλιά του. Ο Συμεών δυσπίστησε στήν προφητεία, άν δηλαδή, μπορεί ένα τέτοιο παράτολμο σχέδιο, αυτό τής σαρκώσεως τού Ασάρκου, νά πραγματοποιηθεί. Καί όμως, “όπου βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις” ο Λόγος τού Θεού κινείται από άκρα αγαθότητα καί αυτο-περιορίζεται στά όρια τής κτιστότητός μας, χαρίζοντας τήν δυνατότητα υπέρβασης τών συνεπειών τής εκπτώσεως στήν παρά φύση ζωή, στήν επάνοδο στήν κατά φύση, αλλά καί τήν υπέρ φύση ζωή μας. Στήν προσπάθεια αυτή, σταυρική πορεία, πού πρέπει νά αναλάβει ο κάθε αδελφός τού Χριστού γίνεται ο Ίδιος “υπογραμμός καί τύπος”. Η δυσπιστία τού Συμεών, όμοια περίπου μέ τήν δυσπιστία τού Θωμά, όχι μόνο δέν στάθηκε αποτρεπτική, αλλά τουναντίον καταδέχθηκε ο δυσπιστούμενος νά κουρνιάσει στήν γερασμένη καί εξαντλημένη του αγκαλιά, καί “αγκαλίζεται γηρεαίας αγκάλαις” “τόν δι’ ευσπλαγχνίαν εαυτόν τώ πεσόντι κενώσαντα ατρέπτως” στήν εκπλήρωση τού “νόμου τού εν γράμματι”. Έτσι όχι μόνο στάθηκε μάρτυρας τής παρουσίας του, αλλά γίνεται καί προφήτης τής μελλουμένης από πολλούς δυσπιστίας τού θεανδρικού Του προσώπου, “σημείον αντιλεγόμενον”. Μόνο ένας πού δοκίμασε τήν πίκρα τής αμφιβολίας μπορεί νά δώσει τό φρικτό της στίγμα επισημειώνοντας παράλληλα τήν φρίκη τής πτώσεως, όσων προσκόπτουν στήν βεβαιότητα τής θεότητός Του. Ο Χριστός ακολούθησε κατά βήμα τό μονοπάτι, πού από τό θλιβερό δειλινό τής Εδέμ, περπάτησαν όλοι οι απόγονοι τού προπάτορα γιά νά φθάσει μέχρι τό Σταυρό καί τόν θάνατο. Ο θάνατος τού Χριστού παρά τήν φαινομενική αντινομία γίνεται τελικά ο θρίαμβος αναστάσεως καί ο Νικητής του γίνεται ο “χαριζόμενος ημίν τήν ανάστασιν”. (πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Φιοράκης) ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ Η Υπαπαντή του Σωτήρος Χριστού Σ’ένα ύμνο της εορτής της Υπαπαντής ο εμπνευσμένος υμνογράφος ομιλεί στην αρχή για το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και στη συνέχεια παρουσιάζει τη σκηνή της Υπαπαντής, της υποδοχής δηλαδή που έκανε στο θείο Βρέφος, φωτισμένος από το Πνεύμα του Θεού ο πρεσβύτης Συμεών. «Κόλπων του Γεννήτορος μή χωρισθείς τη Θεότητι, σαρκωθείς ώς ευδόκησας, αγκάλαις κρατούμενος της Αειπαρθένου, χερσίν επεδόθης του θεοδόχου Συμεών, ο τη χειρί σου κρατών τά σύμπαντα. διό νύν απολύεις με, περιχαρώς ανεκραύγαζεν, εν ειρήνη τόν δούλον σου, οτι είδον σε, Δέσποτα». Αυτό που τονίζει εξ αρχής ο υμνωδός το ακούμε και στην Ακολουθία των «Χαιρετισμών»: «Όλος ήν εν τοις κάτω καί των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος …;». Ο Θεός λόγος, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, όταν ευδόκησε και συγκατέβη να σαρκωθεί για τη σωτηρία μας, ενώ κατήλθε στη γη, δεν έπαυσε να βρίσκεται και στους ουρανούς σύνθρονος με τον Πατέρα Του. Και όταν έγινε άνθρωπος από Μητέρα Αειπάρθενο, που ήταν Παρθένος πριν από την υπερφυσική Γέννησή Του, κατά τη Γέννησή Του και μετά τη Γέννησή Του, ήλθε στο Ναό του Σολομώντος, σαράντα μέρες μετά τη θαυμαστή Γέννησή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου. Ήλθε βασταζόμενος στην αγκαλιά της Μητέρας Του και εδόθη από Αυτήν στα χέρια του πρεσβύτη Συμεών, που ονομάσθηκε «Θεοδόχος», διότι αξιώθηκε να δεχθεί στα χέρια του τον Θεάνθρωπο, Εκείνον, ο Οποίος ως Θεός συγκρατεί τα σύμπαντα. Και όλος συγκίνηση και χαρά ο ευλογημένος εκείνος πρεσβύτης Συμεών, που του είχε δώσει υπόσχεση ο Θεός ότι θα αξιωνόταν να δει πριν πεθάνει τον αναμενόμενο επί αιώνες Μεσσία, αναφώνησε: «τώρα πλέον πάρε με κοντά Σου, Κύριε της ζωής και τους θανάτου� αφού αξιώθηκα να δω Εσένα, τον Δεσπότη μου, δεν έχω τίποτε άλλο καλύτερο να δω!». Με πόση πραγματικά χάρη, με πόση απλότητα ο εμπνευσμένος υμνωδός φυτεύει στο νου και στην καρδιά των πιστών μεγάλες αλήθειες δογματικές ως προς την ενανθρώπιση του Θεού, ως προς το πρόσωπο της Θεοτόκου! Και πώς ζωντανεύει εμπρός μας τη συγκινητική στιγμή της Υπαπαντής, της υποδοχής του θείου Βρέφους στο Ναό του Σολομώντος! Και σ’; ένα μικρό αλλά θαυμάσιο ικετήριο ύμνο προς την Υπεραγία Θεοτόκο, που ψάλλεται από όλους σχεδόν τους πιστούς σε γλυκερό μέλος, ο υμνωδός παρακαλεί την Παναγία που την ονομάζει ελπίδα όλων των Χριστιανών, να σκέπει, να φρουρεί και να φυλάττει με την παντοδύναμη προστασία της όλους όσοι ελπίζουν στην Χάρη της. «Θεοτόκε, η ελπίς πάντων των Χριστιανών, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τούς ελπίζοντας εις Σέ». Τον ψάλλουμε και γλυκαίνεται η καρδιά μας. Τον ψάλλουμε και νοιώθουμε την Παναγία, που κρατεί στην αγκαλιά της τον Υιό και Θεό της, να αγκαλιάζει με το ιερό βλέμμα της και όλους εμάς, τα παιδιά της. Είναι ο χαρακτηριστικός ύμνος της εορτής της Υπαπαντής. Γεμίζει με συγκίνηση, αλλά και με αισιοδοξία την ύπαρξή μας. Με τη βεβαιότητα ότι Εκείνη που αξιώθηκε να βαστάσει μέσα της και στην αγκαλιά της Εκείνον που βαστάζει στην παλάμη Του τα σύμπαντα, έχει μεγάλη παρρησία ενώπιόν Του. Έχει μητρική παρρησία και μπορεί να βοηθεί καθένα, που προστρέχει στις μητρικές, θεομητορικές, πρεσβείες της με θερμή πίστη. Κάθε πιστό που αναθέτει «την πάσαν ελπίδα» του σ’Εκείνην

1 σχόλιο: