Η σημασία της σημαίας.
Με εξαίρεση τα δύο αυτά ντοκουμέντα, καμία άλλη συμπληρωματική ένδειξη, έντυπο, νόμος ή κανονισμός δεν έχει βρεθεί, ώστε να μας διαφωτίσει ως προς το με ποιο σκεπτικό οι εθνοπατέρες της Ελλάδας επέλεξαν τα δύο αυτά χρώματα για τις σημαίες του κράτους, αλλά και ως προς το γιατί καθιέρωσαν τρία είδη σημαιών, δύο για τη θάλασσα και ένα για την ξηρά. Το μόνο στοιχείο που μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αντιλαμβανόμαστε, κι αυτό καθαρά από ιστορική και εθνολογική έρευνα, είναι η χρήση του σταυρού ως κύριου γνωρίσματος και των τριών σημαιών: όπως έχουμε τονίσει, ο σταυρός ήταν το σύμβολο που ένωνε τους απανταχού Έλληνες, ταυτίζοντάς τους με το Χριστιανισμό και το Βυζάντιο και φέρνοντάς τους σε άμεση (θρησκειολογική και πολιτιστική) αντιδιαστολή με τους μουσουλμάνους Οθωμανούς. Η Εκκλησία, στα δύσκολα και σκοτεινά χρόνια που διήλθε ο υπόδουλος ελληνισμός, υπήρξε το μοναδικό σημείο στήριξής του, υποβαστάζοντας την πίεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στηρίζοντας το Έθνος υλικά, πνευματικά και με κάθε άλλο δυνατό τρόπο. Ο σταυρός στην Ελλάδα, όμως, υπήρχε αιώνες πριν από την έλευση του Χριστιανισμού ως σχέδιο με το οποίο διακοσμούνταν διάφορα αγγεία, οι λαβές των ξιφών και άλλα αντικείμενα, ενώ μνημονεύεται και από αρκετούς αρχαίους συγγραφείς. Απ' ό,τι προέκυψε από έρευνα, οι αρχαίοι αγγειοπλάστες μεταχειρίζονταν το σταυρό ως άλλο ένα απλό γεωμετρικό σχήμα με σκοπό τον καλλωπισμό των έργων τους, χωρίς να του αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία, μολονότι υπάρχουν στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η λατρεία του Διόνυσου Βάκχου ήταν στενά δεμένη με το σχήμα του σταυρού.
Όμως, μετά απ' αυτά τα συμπληρωματικά στοιχεία, επανερχόμαστε στο ερώτημα των χρωμάτων και σχήματος της σημαίας. ΓΙΑΤΙ οι εθνοπατέρες επέλεξαν τα χρώματα αυτά για τη σημαία και ΓΙΑΤΙ επέλεξαν το συγκεκριμένο σχήμα;
Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε τις αληθινές προθέσεις των υπευθύνων για την επιλογή της σημαίας. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια στα πιο πάνω ερωτήματα, αν και από το Δημοτικό ακόμη διδασκόμαστε πάνω-κάτω ότι «τα χρώματα της ελληνικής σημαίας (μπλε και άσπρο) συμβολίζουν τον ουρανό και τον αφρό της θάλασσας, ενώ οι εννέα γραμμές αντιστοιχούν στις εννέα συλλαβές της φράσης Ελευθερία ή Θάνατος». Το πιο πάνω «στιχάκι» δεν είναι από πουθενά τεκμηριωμένο, παρά μόνο έχει επικρατήσει στη λαϊκή αντίληψη, κατά παρόμοιο τρόπο με το «μύθο» της Αγίας Λαύρας. Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε περιεκτικά και συνολικά τα δύο αυτά ερωτήματα, πρέπει να ανατρέξουμε σε πολλές πηγές και να καλύψουμε χρονικά όχι μόνο την επαναστατική περίοδο, αλλά και την αρχαϊκή και βυζαντινή εποχή.
Υπάρχουν πολλές και διάφορες εκδοχές, οι οποίες προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν το νόημα των δύο χρωμάτων: η επικρατέστερη φέρει το κυανό και το λευκό να συμβολίζουν το γαλάζιο ουρανό και τη γαλάζια θάλασσα που περιβάλλει την Ελλάδα και τα λευκά σύννεφα και το λευκό αφρό των κυμάτων της θάλασσας. Άλλη εκδοχή φέρει το λευκό να συμβολίζει την αγνότητα της ελληνικής Επανάστασης, τον καθαρό και άσπιλο σκοπό των Ελλήνων, ενώ το κυανό την ουράνια δύναμη, η οποία προστάτευε τους αγωνιστές (ουρανοχρωματισμένη και σαν κρίνο αγρού λευκή). Τα ίδια, όμως, χρώματα κατά την Ελληνική Επανάσταση υποδήλωναν «τήν δικαιοσύνην καί τήν πίστην τό κυανόν, τήν ηθικήν καθαρότηταν καί τήν αγνότηταν τού σκοπού τό λευκόν». Θα μπορούσε επίσης να λεχθεί ότι το άσπρο συμβολίζει τα χιονισμένα βουνά και το γαλάζιο τη σοβαρότητα του ελληνικού λαού. Έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι τα δύο χρώματα προέρχονται από την κλασική ελληνική αρχαιότητα της Αθήνας, αφού το λευκό και το γαλάζιο ήταν τα χρώματα του πέπλου της ιερουργίας της θεάς Αθηνάς. Η ίδια άποψη συνδέει τη μεν σημαία της ξηράς με τη σημαία του Νικηφόρου Φωκά και τη δε σημαία της θάλασσας με τη σημαία των Καλλέργηδων (οι οποίοι ήταν απόγονοι του Νικηφόρου Φωκά), ενώ για τον κυανόλευκο συνδυασμό κάνει συσχετισμό με την επίσημη στολή των Βυζαντινών και τη σημαία του βυζαντινού στόλου. Ο Νικόλαος Ζαφειρίου (βλέπε βιβλιογραφία) αναφέρει ότι κυανόλευκα ήταν τα σήματα (σημαίες) των συνταγμάτων του Μέγα Αλέξανδρου, αλλά και ότι οι Ιουδαίοι ξεχώριζαν τους Έλληνες από τα λευκά ενδύματα με κυανά περιζώματα, όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, γι' αυτό και βλέποντας τους μαθητές του Ιησού με παρόμοια ενδυμασία, τους κατηγόρησαν ως ελληνίζοντες. Κυανόλευκα ήταν και οικόσημα και η αυτοκρατορική σημαία των δυναστειών των Μακεδόνων (9ος - 11ος αιώνας) και των Παλαιολόγων (13ος - 15ος αιώνας), αλλά και ο θρόνος του Οικουμενικού Πατριάρχη. Υπάρχει επίσης και η εκδοχή που φέρει τα χρώματα να συμβολίζουν τη βράκα του ναυτικού και τη φουστανέλα του στεριανού, κάτι το οποίο συνάδει με αυτό που είπε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος όταν υπέγραψε για την κατάργηση της σημαίας της Φιλικής Εταιρείας (βλέπε στην επόμενη σελίδα).
Ερχόμενοι στην ερμηνεία των εννέα παράλληλων κυανόλευκων γραμμών, πρέπει να αναφέρουμε ότι η επικρατέστερη ερμηνεία φέρει τον αριθμό των γραμμών να αντιστοιχεί στις εννέα συλλαβές της φράσης «Ελευθερία ή Θάνατος», την οποία χρησιμοποιούσαν συχνότατα οι αγωνιστές της Επανάστασης, δηλώνοντας την απερίσπαστη προσήλωση και αφοσίωσή τους στην επίτευξη του υψηλότερου των αγαθών, της ελευθερίας, για την απόκτηση της οποίας δεν δέχονταν κανένα απολύτως συμβιβασμό και ήσαν πανέτοιμοι να την αποκτήσουν με όλα τα μέσα, δίνοντας ακόμη και την ίδια τους τη ζωή. Παραλλαγή αυτής της εκδοχής φέρει τον αριθμό των γραμμών να αντιστοιχεί στον αριθμό των γραμμάτων της λέξης Ελευθερία, το υπέρτατο αγαθό για κάθε άνθρωπο, ένα αγαθό για το οποίο οι Έλληνες στο ρου της ιστορίας πάντοτε πολεμούν και χύνουν αίμα για να το αποκτήσουν. Επίσης, θυμίζουμε ότι ο αριθμός εννέα (9) ανέκαθεν θεωρούνταν ιερός και μυστικιστικός, ενώ υπάρχει και η ερμηνεία ότι η εναλλαγή των κυανών και των λευκών γραμμών συμβολίζει τα κύματα του Αιγαίου Πελάγους. Έχει υποστηριχτεί ότι οι εννέα κυανόλευκες οριζόντιες λωρίδες συμβολίζουν τις εννέα Μούσες ή την αμερικανική σημαία (η χώρα αυτή βοήθησε την Ελλάδα αρκετά στον αγώνα). Η πιθανότερη εκδοχή, όμως, τη συσχετίζει με τη σημαία των αδελφών Καλλέργη, απογόνων του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η πρώτη φορά που η σημερινή σημαία της στεριάς (και πρώην επίσημη του ελληνικού κράτους) χρησιμοποιήθηκε ήταν στη Σκιάθο το Σεπτέμβριο του 1807, όταν οι αρματολοί του Ολύμπου, μετά τη συνθήκη του Τίλσιτ μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, φτάνουν στο νησί με 70 καταδρομικά πλοία υπό τις διαταγές του Γιάννη Σταθά, κατεβάζουν τη ρωσική σημαία και ανεβάζουν γαλάζια σημαία με λευκό σταυρό (τ' ουρανού παντιέρα). Στη Μονή της Ευαγγελίστριας στο νησί, σχεδιάστηκε, υφάνθηκε, ευλογήθηκε και υψώθηκε η πρώτη ελληνική σημαία με το λευκό σταυρό στη μέση επί γαλανού φόντου. Σε αυτή ο Νήφων όρκισε τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθά, Νικοτσάρα, τον σκιαθίτη διδάσκαλο του γένους, Επιφάνιο-Στέφανο Δημητριάδη, και πολλούς άλλους, μετά από μεγάλη σύσκεψη που έκαναν στο μοναστήρι για να καταστρώσουν το σχέδιο δράσης τους. Η πρώτη φορά που υψώθηκε η σημερινή επίσημη (ναυτική) σημαία της Ελλάδας ήταν το 1823 στην Κόρινθο όταν, μετά από 364 χρόνια σκλαβιάς, απελευθερώθηκε και έγινε η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Επιπρόσθετα, άλλο ένα θέμα, το οποίο ουδέποτε θα μπορέσει να διασαφηνιστεί, αναφορικά με το σχήμα της σημαίας, είναι το γιατί οι Εθνοπατέρες επέλεξαν τη σημαία να έχει γαλάζιο φόντο και λευκό σταυρό, αντί να έχει λευκό φόντο και κυανό σταυρό: Όπως αναφέραμε στις προηγούμενες ενότητες, αλλά και όπως φαίνεται και από τις σημαίες που διασώζονται, στις σταυρόσχημες σημαίες του αγώνα (αλλά και πριν από την Επανάσταση), το τελευταίο σχέδιο ήταν και το πιο κοινό, έχοντας τις ρίζες του στη βυζαντινή ναυτική σημαία. Από τους οπλαρχηγούς, μόνο ο Γιάννης Σταθάς και ο Γρηγόριος Δίκαιος Παπαφλέσσας χρησιμοποιούσαν το πρώτο σχέδιο, θα πρέπει όμως να αναφερθεί και ότι αρκετοί άγνωστοι αγωνιστές χρησιμοποιούσαν το σχέδιο με το γαλάζιο φόντο και το λευκό σταυρό. Δυστυχώς, και πάλι δεν υπάρχουν στοιχεία τα οποία να αιτιολογούν την επιλογή του σχήματος αυτού.
Η «πάλη» μεταξύ της επίσημης και των επαναστατικών σημαιών .
Διαβάζοντας την ιστορία της καθιέρωσης της ελληνικής σημαίας, άλλο ένα ερώτημα θα πρέπει να γεννιέται στο μυαλό μας. Γιατί οι εθνοπατέρες δεν αποφάσισαν να χρησιμοποιηθεί η σημαία της Φιλικής Εταιρείας ή, έστω, του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ως επίσημη σημαία;
Αντίθετα με τα προηγούμενα ερωτήματα, τα οποία απαντώνται μόνο με εικασίες, εδώ μπορούμε να δώσουμε σαφείς και συγκεκριμένες απαντήσεις. Η Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, βάζοντας πάνω απ' όλα τα συμφέροντα του Έθνους - ώστε να διαφυλάξει το σκοπό του αγώνα και να αντιστρέψει την εσφαλμένη εντύπωση που είχε αρχικά δημιουργηθεί στις αυλές της Ευρώπης και ιδιαίτερα στους κόλπους της Ιεράς Συμμαχίας για την Επανάσταση (ότι δηλαδή επρόκειτο για ένα επαναστατικό κίνημα το οποίο ήταν υποκινούμενο από μυστική συνωμοτική οργάνωση, με σκοπό την καθεστωτική αλλαγή και κοινωνική μεταρρύθμιση της περιοχής των Βαλκανίων) - πήρε την απόφαση να απαλείψει όλα τα φιλικά και βυζαντινά σύμβολα που ως τότε έφεραν οι σημαίες της Επανάστασης, παράλληλα με την άρνηση του Επαναστατικού Διευθυντηρίου να δεχτεί Ιταλούς «ελευθερόφρονες» εθελοντές στους κόλπους του αγώνα, προβάλλοντας έτσι περίτρανα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι η Επανάσταση ήταν ένας καθαρά απελευθερωτικός αγώνας. Εκτός από την άποψη αυτή του Σπυρίδωνος Τρικούπη, υπάρχει και η προφορική παράδοση των Εταιριστών, η οποία διατυπώνεται στο βιβλίο του Σακελλάριου Γ. Σακελλαρίου «Φιλική Εταιρεία», το οποίο εκδόθηκε στην Οδησσό το 1909.
Έγχρωμη λιθογραφία που απεικονίζει το Δημήτριο Υψηλάντη.
Μετά την καθιέρωση της επίσημης σημαίας, ωστόσο, δεν παύει η χρήση των διαφόρων επαναστατικών σημαιών, παρά μόνο μετά από αρκετά χρόνια. Οι πιο «επίμονες» επαναστατικές σημαίες ήταν τα πολύχρωμα μπαϊράκια της Ρούμελης και η σημαία του Αρείου Πάγου, ο οποίος μάλιστα είχε επίμονα ζητήσει τη χρήση της ιδιότυπής του σημαίας στην περιοχή του, δίνοντας και σχετική εντολή «Να εμποδίσεις να μη περιφέρεται η τρίχρωμη σημαία εις την περιφέρειαν του Αρείου Πάγου αλλα μόνον η Εθνική» στον πληρεξούσιό του, Γεώργιο Αινιάνα, που θα μετέβαινε στη Συνέλευση των Χιλιάρχων και λοιπών αρχηγών της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας στις 6 Μαρτίου 1822. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, θέλοντας να συγκεράσει τις αντιδράσεις, στις 9 Απριλίου 1822 γράφει από το Δαδί στο Βουλευτικό τα εξής σοφά λόγια: «Περί δέ τής μορφής καί τού χρώματος τής σημαίας, οποιοι ποτέ και αν ήσαν οί λόγοι τών νεωτερισάντων, ουτ' εναντιώθην ποτέ, ούτ' εναντιουμαι, τήν σωτηρίαν τής Ελλάδος θεωρών ούχι είς τα χρώματα, αλλ' εις τις πράξεις και εις την απαθή και ειλικρινή αφιέρωσιν προς την κοινην του έθνους οφέλειαν και δόξαν. Μάλιστα δε και βλέπων ενταύθα σημαίας διαφόρων ειδών, τας μεν λευκάς, τας δε ποικίλων χρωμάτων, και στοχαζόμενος ότι δεν συμφέρει ουδέ πρέπει τοιαύτη ανομοιώτης, επρόσταξα ν' ακολουθήσωσιν όλοι την νέαν. Ανάγκη ομως να ετοιμασθώσιν αυτού αρκεταί και να σταλώσιν εις τα διάφορα στρατιωτικά σώματα, να γράψει περι αυτών η Βουλη προς τον Άρειον Πάγον».
Τα χρώματα της σημαίας επαναλαμβάνονται και στο Νόμο της Επιδαύρου από τη Β΄ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος το 1823, τονίζοντας παράλληλα τον τερματισμό της χρήσης των επαναστατικών σημαιών. Όμως, ενώ θα περιμέναμε να εκλείψει η πολυμορφία των σημαιών κατά το τέλος του Αγώνα, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει, αφού στο Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος, το οποίο συνέταξε η Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας (1η Μαΐου του 1827), και πάλι συναντούμε ανάλογη μνεία για τη σημαία.
Με εξαίρεση τα δύο αυτά ντοκουμέντα, καμία άλλη συμπληρωματική ένδειξη, έντυπο, νόμος ή κανονισμός δεν έχει βρεθεί, ώστε να μας διαφωτίσει ως προς το με ποιο σκεπτικό οι εθνοπατέρες της Ελλάδας επέλεξαν τα δύο αυτά χρώματα για τις σημαίες του κράτους, αλλά και ως προς το γιατί καθιέρωσαν τρία είδη σημαιών, δύο για τη θάλασσα και ένα για την ξηρά. Το μόνο στοιχείο που μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αντιλαμβανόμαστε, κι αυτό καθαρά από ιστορική και εθνολογική έρευνα, είναι η χρήση του σταυρού ως κύριου γνωρίσματος και των τριών σημαιών: όπως έχουμε τονίσει, ο σταυρός ήταν το σύμβολο που ένωνε τους απανταχού Έλληνες, ταυτίζοντάς τους με το Χριστιανισμό και το Βυζάντιο και φέρνοντάς τους σε άμεση (θρησκειολογική και πολιτιστική) αντιδιαστολή με τους μουσουλμάνους Οθωμανούς. Η Εκκλησία, στα δύσκολα και σκοτεινά χρόνια που διήλθε ο υπόδουλος ελληνισμός, υπήρξε το μοναδικό σημείο στήριξής του, υποβαστάζοντας την πίεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στηρίζοντας το Έθνος υλικά, πνευματικά και με κάθε άλλο δυνατό τρόπο. Ο σταυρός στην Ελλάδα, όμως, υπήρχε αιώνες πριν από την έλευση του Χριστιανισμού ως σχέδιο με το οποίο διακοσμούνταν διάφορα αγγεία, οι λαβές των ξιφών και άλλα αντικείμενα, ενώ μνημονεύεται και από αρκετούς αρχαίους συγγραφείς. Απ' ό,τι προέκυψε από έρευνα, οι αρχαίοι αγγειοπλάστες μεταχειρίζονταν το σταυρό ως άλλο ένα απλό γεωμετρικό σχήμα με σκοπό τον καλλωπισμό των έργων τους, χωρίς να του αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία, μολονότι υπάρχουν στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η λατρεία του Διόνυσου Βάκχου ήταν στενά δεμένη με το σχήμα του σταυρού.
Όμως, μετά απ' αυτά τα συμπληρωματικά στοιχεία, επανερχόμαστε στο ερώτημα των χρωμάτων και σχήματος της σημαίας. ΓΙΑΤΙ οι εθνοπατέρες επέλεξαν τα χρώματα αυτά για τη σημαία και ΓΙΑΤΙ επέλεξαν το συγκεκριμένο σχήμα;
Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε τις αληθινές προθέσεις των υπευθύνων για την επιλογή της σημαίας. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια στα πιο πάνω ερωτήματα, αν και από το Δημοτικό ακόμη διδασκόμαστε πάνω-κάτω ότι «τα χρώματα της ελληνικής σημαίας (μπλε και άσπρο) συμβολίζουν τον ουρανό και τον αφρό της θάλασσας, ενώ οι εννέα γραμμές αντιστοιχούν στις εννέα συλλαβές της φράσης Ελευθερία ή Θάνατος». Το πιο πάνω «στιχάκι» δεν είναι από πουθενά τεκμηριωμένο, παρά μόνο έχει επικρατήσει στη λαϊκή αντίληψη, κατά παρόμοιο τρόπο με το «μύθο» της Αγίας Λαύρας. Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε περιεκτικά και συνολικά τα δύο αυτά ερωτήματα, πρέπει να ανατρέξουμε σε πολλές πηγές και να καλύψουμε χρονικά όχι μόνο την επαναστατική περίοδο, αλλά και την αρχαϊκή και βυζαντινή εποχή.
Υπάρχουν πολλές και διάφορες εκδοχές, οι οποίες προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν το νόημα των δύο χρωμάτων: η επικρατέστερη φέρει το κυανό και το λευκό να συμβολίζουν το γαλάζιο ουρανό και τη γαλάζια θάλασσα που περιβάλλει την Ελλάδα και τα λευκά σύννεφα και το λευκό αφρό των κυμάτων της θάλασσας. Άλλη εκδοχή φέρει το λευκό να συμβολίζει την αγνότητα της ελληνικής Επανάστασης, τον καθαρό και άσπιλο σκοπό των Ελλήνων, ενώ το κυανό την ουράνια δύναμη, η οποία προστάτευε τους αγωνιστές (ουρανοχρωματισμένη και σαν κρίνο αγρού λευκή). Τα ίδια, όμως, χρώματα κατά την Ελληνική Επανάσταση υποδήλωναν «τήν δικαιοσύνην καί τήν πίστην τό κυανόν, τήν ηθικήν καθαρότηταν καί τήν αγνότηταν τού σκοπού τό λευκόν». Θα μπορούσε επίσης να λεχθεί ότι το άσπρο συμβολίζει τα χιονισμένα βουνά και το γαλάζιο τη σοβαρότητα του ελληνικού λαού. Έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι τα δύο χρώματα προέρχονται από την κλασική ελληνική αρχαιότητα της Αθήνας, αφού το λευκό και το γαλάζιο ήταν τα χρώματα του πέπλου της ιερουργίας της θεάς Αθηνάς. Η ίδια άποψη συνδέει τη μεν σημαία της ξηράς με τη σημαία του Νικηφόρου Φωκά και τη δε σημαία της θάλασσας με τη σημαία των Καλλέργηδων (οι οποίοι ήταν απόγονοι του Νικηφόρου Φωκά), ενώ για τον κυανόλευκο συνδυασμό κάνει συσχετισμό με την επίσημη στολή των Βυζαντινών και τη σημαία του βυζαντινού στόλου. Ο Νικόλαος Ζαφειρίου (βλέπε βιβλιογραφία) αναφέρει ότι κυανόλευκα ήταν τα σήματα (σημαίες) των συνταγμάτων του Μέγα Αλέξανδρου, αλλά και ότι οι Ιουδαίοι ξεχώριζαν τους Έλληνες από τα λευκά ενδύματα με κυανά περιζώματα, όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, γι' αυτό και βλέποντας τους μαθητές του Ιησού με παρόμοια ενδυμασία, τους κατηγόρησαν ως ελληνίζοντες. Κυανόλευκα ήταν και οικόσημα και η αυτοκρατορική σημαία των δυναστειών των Μακεδόνων (9ος - 11ος αιώνας) και των Παλαιολόγων (13ος - 15ος αιώνας), αλλά και ο θρόνος του Οικουμενικού Πατριάρχη. Υπάρχει επίσης και η εκδοχή που φέρει τα χρώματα να συμβολίζουν τη βράκα του ναυτικού και τη φουστανέλα του στεριανού, κάτι το οποίο συνάδει με αυτό που είπε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος όταν υπέγραψε για την κατάργηση της σημαίας της Φιλικής Εταιρείας (βλέπε στην επόμενη σελίδα).
Ερχόμενοι στην ερμηνεία των εννέα παράλληλων κυανόλευκων γραμμών, πρέπει να αναφέρουμε ότι η επικρατέστερη ερμηνεία φέρει τον αριθμό των γραμμών να αντιστοιχεί στις εννέα συλλαβές της φράσης «Ελευθερία ή Θάνατος», την οποία χρησιμοποιούσαν συχνότατα οι αγωνιστές της Επανάστασης, δηλώνοντας την απερίσπαστη προσήλωση και αφοσίωσή τους στην επίτευξη του υψηλότερου των αγαθών, της ελευθερίας, για την απόκτηση της οποίας δεν δέχονταν κανένα απολύτως συμβιβασμό και ήσαν πανέτοιμοι να την αποκτήσουν με όλα τα μέσα, δίνοντας ακόμη και την ίδια τους τη ζωή. Παραλλαγή αυτής της εκδοχής φέρει τον αριθμό των γραμμών να αντιστοιχεί στον αριθμό των γραμμάτων της λέξης Ελευθερία, το υπέρτατο αγαθό για κάθε άνθρωπο, ένα αγαθό για το οποίο οι Έλληνες στο ρου της ιστορίας πάντοτε πολεμούν και χύνουν αίμα για να το αποκτήσουν. Επίσης, θυμίζουμε ότι ο αριθμός εννέα (9) ανέκαθεν θεωρούνταν ιερός και μυστικιστικός, ενώ υπάρχει και η ερμηνεία ότι η εναλλαγή των κυανών και των λευκών γραμμών συμβολίζει τα κύματα του Αιγαίου Πελάγους. Έχει υποστηριχτεί ότι οι εννέα κυανόλευκες οριζόντιες λωρίδες συμβολίζουν τις εννέα Μούσες ή την αμερικανική σημαία (η χώρα αυτή βοήθησε την Ελλάδα αρκετά στον αγώνα). Η πιθανότερη εκδοχή, όμως, τη συσχετίζει με τη σημαία των αδελφών Καλλέργη, απογόνων του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η πρώτη φορά που η σημερινή σημαία της στεριάς (και πρώην επίσημη του ελληνικού κράτους) χρησιμοποιήθηκε ήταν στη Σκιάθο το Σεπτέμβριο του 1807, όταν οι αρματολοί του Ολύμπου, μετά τη συνθήκη του Τίλσιτ μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, φτάνουν στο νησί με 70 καταδρομικά πλοία υπό τις διαταγές του Γιάννη Σταθά, κατεβάζουν τη ρωσική σημαία και ανεβάζουν γαλάζια σημαία με λευκό σταυρό (τ' ουρανού παντιέρα). Στη Μονή της Ευαγγελίστριας στο νησί, σχεδιάστηκε, υφάνθηκε, ευλογήθηκε και υψώθηκε η πρώτη ελληνική σημαία με το λευκό σταυρό στη μέση επί γαλανού φόντου. Σε αυτή ο Νήφων όρκισε τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθά, Νικοτσάρα, τον σκιαθίτη διδάσκαλο του γένους, Επιφάνιο-Στέφανο Δημητριάδη, και πολλούς άλλους, μετά από μεγάλη σύσκεψη που έκαναν στο μοναστήρι για να καταστρώσουν το σχέδιο δράσης τους. Η πρώτη φορά που υψώθηκε η σημερινή επίσημη (ναυτική) σημαία της Ελλάδας ήταν το 1823 στην Κόρινθο όταν, μετά από 364 χρόνια σκλαβιάς, απελευθερώθηκε και έγινε η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Επιπρόσθετα, άλλο ένα θέμα, το οποίο ουδέποτε θα μπορέσει να διασαφηνιστεί, αναφορικά με το σχήμα της σημαίας, είναι το γιατί οι Εθνοπατέρες επέλεξαν τη σημαία να έχει γαλάζιο φόντο και λευκό σταυρό, αντί να έχει λευκό φόντο και κυανό σταυρό: Όπως αναφέραμε στις προηγούμενες ενότητες, αλλά και όπως φαίνεται και από τις σημαίες που διασώζονται, στις σταυρόσχημες σημαίες του αγώνα (αλλά και πριν από την Επανάσταση), το τελευταίο σχέδιο ήταν και το πιο κοινό, έχοντας τις ρίζες του στη βυζαντινή ναυτική σημαία. Από τους οπλαρχηγούς, μόνο ο Γιάννης Σταθάς και ο Γρηγόριος Δίκαιος Παπαφλέσσας χρησιμοποιούσαν το πρώτο σχέδιο, θα πρέπει όμως να αναφερθεί και ότι αρκετοί άγνωστοι αγωνιστές χρησιμοποιούσαν το σχέδιο με το γαλάζιο φόντο και το λευκό σταυρό. Δυστυχώς, και πάλι δεν υπάρχουν στοιχεία τα οποία να αιτιολογούν την επιλογή του σχήματος αυτού.
Η «πάλη» μεταξύ της επίσημης και των επαναστατικών σημαιών .
Διαβάζοντας την ιστορία της καθιέρωσης της ελληνικής σημαίας, άλλο ένα ερώτημα θα πρέπει να γεννιέται στο μυαλό μας. Γιατί οι εθνοπατέρες δεν αποφάσισαν να χρησιμοποιηθεί η σημαία της Φιλικής Εταιρείας ή, έστω, του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ως επίσημη σημαία;
Αντίθετα με τα προηγούμενα ερωτήματα, τα οποία απαντώνται μόνο με εικασίες, εδώ μπορούμε να δώσουμε σαφείς και συγκεκριμένες απαντήσεις. Η Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, βάζοντας πάνω απ' όλα τα συμφέροντα του Έθνους - ώστε να διαφυλάξει το σκοπό του αγώνα και να αντιστρέψει την εσφαλμένη εντύπωση που είχε αρχικά δημιουργηθεί στις αυλές της Ευρώπης και ιδιαίτερα στους κόλπους της Ιεράς Συμμαχίας για την Επανάσταση (ότι δηλαδή επρόκειτο για ένα επαναστατικό κίνημα το οποίο ήταν υποκινούμενο από μυστική συνωμοτική οργάνωση, με σκοπό την καθεστωτική αλλαγή και κοινωνική μεταρρύθμιση της περιοχής των Βαλκανίων) - πήρε την απόφαση να απαλείψει όλα τα φιλικά και βυζαντινά σύμβολα που ως τότε έφεραν οι σημαίες της Επανάστασης, παράλληλα με την άρνηση του Επαναστατικού Διευθυντηρίου να δεχτεί Ιταλούς «ελευθερόφρονες» εθελοντές στους κόλπους του αγώνα, προβάλλοντας έτσι περίτρανα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι η Επανάσταση ήταν ένας καθαρά απελευθερωτικός αγώνας. Εκτός από την άποψη αυτή του Σπυρίδωνος Τρικούπη, υπάρχει και η προφορική παράδοση των Εταιριστών, η οποία διατυπώνεται στο βιβλίο του Σακελλάριου Γ. Σακελλαρίου «Φιλική Εταιρεία», το οποίο εκδόθηκε στην Οδησσό το 1909.
Έγχρωμη λιθογραφία που απεικονίζει το Δημήτριο Υψηλάντη.
Μετά την καθιέρωση της επίσημης σημαίας, ωστόσο, δεν παύει η χρήση των διαφόρων επαναστατικών σημαιών, παρά μόνο μετά από αρκετά χρόνια. Οι πιο «επίμονες» επαναστατικές σημαίες ήταν τα πολύχρωμα μπαϊράκια της Ρούμελης και η σημαία του Αρείου Πάγου, ο οποίος μάλιστα είχε επίμονα ζητήσει τη χρήση της ιδιότυπής του σημαίας στην περιοχή του, δίνοντας και σχετική εντολή «Να εμποδίσεις να μη περιφέρεται η τρίχρωμη σημαία εις την περιφέρειαν του Αρείου Πάγου αλλα μόνον η Εθνική» στον πληρεξούσιό του, Γεώργιο Αινιάνα, που θα μετέβαινε στη Συνέλευση των Χιλιάρχων και λοιπών αρχηγών της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας στις 6 Μαρτίου 1822. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, θέλοντας να συγκεράσει τις αντιδράσεις, στις 9 Απριλίου 1822 γράφει από το Δαδί στο Βουλευτικό τα εξής σοφά λόγια: «Περί δέ τής μορφής καί τού χρώματος τής σημαίας, οποιοι ποτέ και αν ήσαν οί λόγοι τών νεωτερισάντων, ουτ' εναντιώθην ποτέ, ούτ' εναντιουμαι, τήν σωτηρίαν τής Ελλάδος θεωρών ούχι είς τα χρώματα, αλλ' εις τις πράξεις και εις την απαθή και ειλικρινή αφιέρωσιν προς την κοινην του έθνους οφέλειαν και δόξαν. Μάλιστα δε και βλέπων ενταύθα σημαίας διαφόρων ειδών, τας μεν λευκάς, τας δε ποικίλων χρωμάτων, και στοχαζόμενος ότι δεν συμφέρει ουδέ πρέπει τοιαύτη ανομοιώτης, επρόσταξα ν' ακολουθήσωσιν όλοι την νέαν. Ανάγκη ομως να ετοιμασθώσιν αυτού αρκεταί και να σταλώσιν εις τα διάφορα στρατιωτικά σώματα, να γράψει περι αυτών η Βουλη προς τον Άρειον Πάγον».
Τα χρώματα της σημαίας επαναλαμβάνονται και στο Νόμο της Επιδαύρου από τη Β΄ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος το 1823, τονίζοντας παράλληλα τον τερματισμό της χρήσης των επαναστατικών σημαιών. Όμως, ενώ θα περιμέναμε να εκλείψει η πολυμορφία των σημαιών κατά το τέλος του Αγώνα, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει, αφού στο Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος, το οποίο συνέταξε η Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας (1η Μαΐου του 1827), και πάλι συναντούμε ανάλογη μνεία για τη σημαία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου