ΟΠΟΥ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΡΟΤΙΜΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΒΑ
ΤΩΝ ΠΤΩΧΩΝ
Στις 3 μμ. ενός Σαββάτου, ενώ ο καιρός ήταν ακατάστατος και εγώ καταγινόμουν με διάφορα οικιακά, άκουσα τους γνωστούς τρεις χτύπους στην πόρτα.
Ερωτώ: ποιος είναι;
Και αμέσως εισέρχεται στο δωμάτιο μου ο Κύριος.
-«Εγώ είμαι παιδί μου Ελένη», απαντά ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός που ήταν πάλι σαν καλόγηρος αλλά αυτή την φορά ταραγμένος. Αφού προχώρησε προς την κούνια του παιδιού το οποίο κοιμόταν, το ευλόγησε. Κατόπιν, προχώρησε προς το μέρος όπου συνήθιζε να κάθεται.
Όταν πήγε ο Κύριος (ως καλόγηρος) για να καθίσει στην τακτική του θέση, την βρίσκει διαφορετική. Τότε στράφηκε προς εμένα και λέει: «Εγώ δεν τα θέλω αυτά» και συγχρόνως με το χέρι του απομάκρυνε το κάλυμμα και το μαξιλάρι τα οποία είχα βάλει καθαρά. Έτσι για μια φορά ακόμη, έδωσε το παράδειγμα της ταπεινοφροσύνης. Από της γεννήσεώς Του και της Αναλήψεώς Του μέχρι σήμερα, ο Θεάνθρωπος δεν παραλείπει να δείχνει τη Μεγάλη του ταπείνωση προς παραδειγματισμό των ανθρώπων.
Μου λέει λοιπόν ο Κύριος:
-«Εγώ δεν τα θέλω αυτά. Είμαι εκείνος ο οποίος συμμερίζομαι την πτωχίαν και δέχομαι τα πάντα».
Με αυτά τα λόγια μου έδειξε πως δεν του αρέσουν οι διακρίσεις και δεν του κάνουν καμία αίσθηση τα μεγάλα σπίτια, αλλά προτιμάει την καλύβα του πτωχού. (Ο Κύριος ποτέ δεν επεδίωξε δόξες και τιμές αλλά θέλει πάντα να σώζει τους ανθρώπους και να έρχεται για να διδάσκει την αλήθεια).
Με το υπέροχο αυτό παράδειγμα του Κυρίου διδάχτηκα κι εγώ.
Όταν κάθισε στη θέση του, τότε με ύφος ανθρώπου αδικημένου που ζητάει την ικανοποίησή του με φώναξε κοντά του και μου είπε:
-«Διατί δεν άκουσες τους λόγους μου; Διατί δεν ενήργησες σο μόνη σου δια την υπόθεση της εκκλησίας και ενεπιστεύθεις εις άλλους; Νομίζεις ότι οι λόγοι τους οποίους άκουσες από τον νοικοκύρη σου είναι αληθινοί; Γνώριζε Ελένη ότι η άδεια δεν εξεδόθη. Δια τούτο είναι ανάγκη να σηκωθείς αυτή τη στιγμή να πάρεις μαζί σου όποια γυναίκα βρεις μπροστά σου και να πάτε στον Ιερέα να του πείτε ότι πρέπει να εκδοθεί η άδεια ανέγερσης της εκκλησίας. Αυτό που σου λέγω να κάνεις. Εάν αυτό που σου λέγω δεν γίνει να γνωρίζεις ότι θα καταστραφούν όλα τα σιτηρά τα οποία βρίσκονται στα αλώνια. Και αμέσως τώρα θα έχεις μια απόδειξη γι’ αυτό».
Εγώ όταν άκουσα τα τελευταία λόγια του Κυρίου άρχισα να κλαίω. Ο δε Κύριος πριν βγει από την πόρτα, γύρισε το πρόσωπό του προς εμένα και μου είπε:
«Μην ανησυχείς και μη φοβάσαι. Εγώ θα είμαι πάντοτε μαζί σου. Μόνο πρέπει να κάνεις καθώς εγώ σου είπα»
Δεν είχε κλείσει καλά η πόρτα ακόμα που βγήκε ο Κύριος και ξαφνικά, αφού προ ολίγου ήταν καλοκαιρία, μια ραγδαία βροχή μαζί με χαλάζι. Τόση βροχή έπεσε, ώστε το σπίτι μας πλημμύρισε από νερά. Όπως μου υποσχέθηκε όμως ο Κύριος, πως θα είναι πάντοτε μαζί μας, έτσι κι έγινε και δεν συνέβη καμία ζημιά. Το θαύμα του το έδειξε ο Κύριος αμέσως. Μόλις σταμάτησε η μεγάλη εκείνη βροχή, βγήκα έξω για να πάω στον Ιερέα και η πρώτη γυναίκα που συνάντησα ήταν η κ. Ασημένια, η οποία μόλις της διηγήθηκα τα συμβάντα, δέχτηκε με προθυμία να με ακολουθήσει. Πραγματικά πήγαμε και οι δυό μαζί στο σπίτι του παπά του χωριού, πάτερ Αριστείδη. Αυτός μας δέχτηκε αμέσως και μόλις άκουσε τα όσα του διηγηθήκαμε, άρχισε προθυμότατα να ενεργεί για την χορήγηση της άδειας. Έγραψε μόνος του την αίτηση που χρειαζόταν και την πήγε στους Επιτρόπους της Μητρόπολης του χωριού. Οι Επίτροποι πείσθηκαν από τα λόγια του παπά, υπέγραψαν την αίτηση με μόνη εξαίρεση έναν επίτροπο τον κ. Δήμου, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει.
Έτσι ανεγέρθηκε ο ναός της Αναστάσεως του Χριστού στα Σπάτα, στον πρόναο του οποίου, όπως παρήγγειλε ο Κύριος, δεξιά από την είσοδο, είναι τοποθετημένος ο λίθος.
† ― †
ΟΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΤΟ ΘΕΙΟΝ ΡΗΤΟΝ:
«Η ΠΙΣΤΗ ΣΟY ΣΕΣΩΚΕ ΣΕ»
Και τώρα θα εκθέσουμε ένα καταπληκτικό συμβάν, κατά την περίοδο που κτιζόταν ο Ναός, το οποίο έρχεται να επικυρώσει έμπρακτα το γνωστό ρητό του Ευαγγελίου, το οποίο είπε ο Θεάνθρωπος εις τον «ιαθέντα παρ’ αυτού παραλυτικόν»: «Η πίστις σου σέσωκέ σε»!
Το περιστατικό αυτό θα το αφήσουμε να το αφηγηθεί ο ίδιος ο αυτόπτης μάρτυρας στον οποίο και συνέβη, ο κ. Γεώργιος Βούλγαρης, ο οποίος όταν έμαθε τα θαυμάσια γεγονότα στο οικόπεδο του κ. Ηλία Παπακωνσταντή και πληροφορήθηκε πως οι χωρικοί έτρεχαν πρόθυμοι να προσφέρουν ο καθένας ότι μπορούσαν για την ανέγερση της Εκκλησίας, άλλος αγκωνάρια, άλλος τσιμέντο και διάφορα άλλα υλικά, ή την προσωπική εργασία τους για το κτίσιμο, προσήλθε αυθόρμητα στην Ερανική Επιτροπή ανεγέρσεως και είπε: -Κύριοι, είμαι στην διάθεσή σας και μπορώ να προσφέρω όλη την πέτρα που θα έβγαζα από το νταμάρι της Γιαλούς, για την οικοδόμηση της Εκκλησίας του Χριστού. Θα βάλω ντελάλη να καλέσει να έλθουν κάρα του χωριού για να κουβαλήσουν την πέτρα.
Στον κ. Βούλγαρη τότε απάντησε ένας από τους Επιτρόπους, ο κ. Νικ. Βροντός:
Η επιτροπή σας ευχαριστεί θερμά, κ. Βούλγαρη για την δωρεά σας, επειδή όμως εκτός του κόπου σας θα χρειαστούν και δαπάνες για τους δυναμίτες, τα χρήματα αυτά θα σας τα δώσουμε εμείς, η Επιτροπή των Εράνων.
Ο κ. Βούλγαρης όμως δεν δέχτηκε τα χρήματα και είπε στην Επιτροπή να τα χρησιμοποιήσει για άλλο σκοπό. Και τώρα ας ακούσουμε παρακάτω την αφήγηση του κ. Γεώργιου Βούλγαρη.
Μετά την δήλωσή μου στην Επιτροπή, πήρα την άλλη μέρα τον βοηθό μου, Γεώργιο Ανδριώτη και άρχιζα να κόβω την πέτρα, τα δε κάρα του χωριού ήρθανε και άρχισαν να την κουβαλούν. Εν τω μεταξύ, εγώ με τον βοηθό μου δεν προλαβαίναμε τα κάρα. Κάλεσα τότε και τον αδελφό μου, Αγγελή Αθ. Βούλγαρη, ο οποίος άφησε κάθε άλλη δουλειά και ήρθε μαζί μου στο νταμάρι και εργαζόμασταν εντατικά. Την Τρίτη μέρα το απόγευμα είπα στον αδελφό μου:
-Πάρε τον λοστό και ανέβα σ’ αυτόν τον ξεμοναχιασμένο βράχο και άνοιξε μια τρύπα για φουρνέλο. Τότε ο βοηθός μου Γιώργος Ανδριώτης μου είπε: -Γιώργο, αυτό τον βράχο δεν τον βλέπω στερεό. (ο βράχος αυτός τον οποίο επρόκειτο να τρυπήσουμε για να τον σπάσουμε με δυναμίτιδα ήταν 6 μέτρα ύψος πάνω από τα άλλα βράχια). Κατόπιν, όταν άρχισε να τρυπάει την πέτρα ο αδελφός μου κατάλαβε πως η πέτρα ήταν έτοιμη να κατρακυλήσει. Ανέβηκα τότε εγώ ο ίδιος επάνω και είδα ότι όντως ήταν ύποπτη και του είπα: -¨Έχε το νου σου και όταν νιώσεις κανένα κίνδυνο, να πεταχτείς προς το επάνω μέρος. Ο αδελφός μου άρχισε να χτυπάει φουρνέλο και σε μισή ώρα σταμάτησε για να κολατσίσουμε. Κατά την ώρα του φαγητού συζητούσαμε για τον βράχο και ο αδελφός μου εξέφραζε τους φόβους του και μου λέει: -Εάν κάνει πως κυλάει ο βράχος μαζί μου, δεν θα βρείτε από μένα ούτε κομμάτι.
-Μη φοβάσαι του λέω, και αν πέσεις με το βράχο ο Κύριος θα βάλει το χέρι του και δεν θα πάθεις τίποτα. Α, δεν θα είναι εδώ, μου απάντησε, αυτήν την ώρα ο Χριστός για να βάλει το χέρι του να με γλιτώσει. Μπορεί να έχει πάει κάπου μακριά. –Μην τον λες αυτόν τον λόγο, του παρατήρησα γιατί ο Χριστός είναι παντού σ’ όλο τον κόσμο, τον ακούει και βλέπει τι έργα κάνει, μόνο εμείς νομίζουμε ότι δεν είναι κοντά μας.
Σηκωθήκαμε κι αρχίσαμε πάλι την δουλειά μας, ο αδελφός μου επανέλαβε να χτυπάει το βράχο με τον λοστό. Έξαφνα ακούμε μεγάλο κρότο και βλέπουμε τον βράχο να πέφτει μαζί με τον αδελφό μου και να κατρακυλάνε στο γκρεμό. Εμείς είπαμε πάει ο αδελφός μου. Έξαφνα όμως τον βλέπουμε να παλεύει μέσα στα μπάζα. Χιμήξαμε και τον τραβήξαμε σώο και αβλαβή. Τότε είπε κάνοντας το σταυρό του: -Αδελφέ μου Γιώργο, πράγματι ο Χριστός είναι μαζί μας.
Μετά ένα μήνα το κτήριο της εκκλησίας έφτασε τα δύο μέτρα ύψος. Άρχισε ο χειμώνας και τότε πλέον δεν μπορούσαμε να εργαστούμε με τις βροχές.
Μια Παρασκευή χαράματα, μέσα στον ύπνο μου ακούω μια γλυκιά φωνή και βλέπω πως βρισκόμουν στο κτήριο της εκκλησίας. Είδα τον Κύριο με λευκό χιτώνα και πέδιλα στα πόδια επάνω στο μισοκτισμένο κτήριο του ναού να περπατάει και να μου λέει: -Γιώργο, το έργο μου δεν τελείωσε. Αμέσως ξύπνησα ταραγμένος και είδα το θείο όραμα πραγματικά μπροστά μου. Άρχισα τότε να σκέφτομαι κάποιο τρόπο για την πέτρα. Σε λίγο με την φώτιση του Κυρίου σηκώθηκα να πάω να παρακαλέσω τον Βασίλειο Σιδέρη όπου είχα πουλήσει 200 κυβικά μέτρα πέτρα, να μου τα δώσει για το έργο της εκκλησίας. Και βγαίνοντας στην αγορά βλέπω την επιτροπή ανεγέρσεως να έρχεται και να μου λέει: -Κύριε Γιώργο, πέτρα δεν έχουμε, τι θα κάνουμε; Τους είπα να μείνουν ήσυχοι και θα τους βρω αμέσως πέτρα. Και μου λένε, που θα την βρεις την πέτρα; Ελάτε, τους είπα κοντά μου και θα πάμε στο Βασίλη τον Σιδέρη. Όταν πήγαμε εκεί με την φώτισή πάλι του Χριστού μας έδωσε πρόθυμα την πέτρα και έτσι τελείωσε το έργο. Μετά από τρεις μήνες έκοψα αρκετή πέτρα την οποία παραδώσαμε στον κ. Βασίλειο Σιδέρη.
† ― †
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΞΕΝΟΣ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ
Ένα πρωί ο άνδρας της Ελένης περπατώντας κοντά στην εκκλησία, που είχε πια ανεγερθεί, βλέπει ένα στρατιώτη να μπαίνει μέσα στην εκκλησία. Αμέσως ο Διονύσης πήγε να δει ποιος ήταν ο στρατιώτης. Τον βλέπει λοιπόν να παρατηρεί το τέμπλο της εκκλησίας με ευλάβεια. Τότε ο Διονύσης τρέχει στο δωμάτιό του, που ήταν δίπλα στην εκκλησία, και λέγει στη γυναίκα του Ελένη: -Πάρε το κουτί της εκκλησίας και πήγαινέ το μέσα γιατί ήρθε κάποιος ξένος και ίσως να θέλει να ανάψει κερί. Αμέσως η Ελένη παίρνει το κουτί και το πάει στην εκκλησία όπου μπόρεσε να δει τον στρατιώτη μονάχα από την μέση και κάτω. Ήταν χωρίς παπούτσια. Μόλις έβαλε το κουτί στη θέση του, ο στρατιώτης χάθηκε αμέσως. Εκεί που στεκότανε άναψε ένα μεγάλο φώς σε στρογγυλό σχήμα, σαν ένας δίσκος. Ύστερα βλέπει να σηκώνεται το φως και να χάνεται. Άκουσε μετά ένα φύσημα δυνατό. Η συγκίνησή της δεν περιγραφόταν. Άρχισε να κλαίει σαν παιδί και να προσεύχεται πολλή ώρα.
† ― †
ΠΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Στις 8 Ιουνίου του 1936, το απόγευμα, η Ελένη, η αγαθή αυτή γυναίκα, η οποία αξιώθηκε να μιλήσει με τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό, πήγε στην εκκλησία με το μικρό της παιδί τον Μανώλη.
Το όνομα Μανώλης το έδωσαν στο παιδί της Ελένης γιατί το είπε ο Κύριος πριν 40 μέρες από την βάπτισή του. Και όπως είναι γνωστό, η λέξη Εμμανουήλ σημαίνει: «Ο Θεός μαζί μας».
Όταν γύριζε η Ελένη από την εκκλησία, στο δρόμο έδωσε τα κλειδιά της στο παιδί γιατί έκλαιγε. Όταν φτάσανε στο σπίτι τους, η Ελένη ζήτησε τα κλειδιά της εκκλησίας για να τα βάλει στη συνηθισμένη θέση που τα έβαζε, αλλά το μικρό τα είχε χάσει.
Έψαξε όλο το σπίτι της, αλλά άδικα. Μετά έψαξε στο δρόμο. Ούτε εκεί τα βρήκε. Στεναχωρημένη η Ελένη άρχισε να κλαίει, καθισμένη στο προαύλιο του σπιτιού της. Ο Κύριος όμως είχε υποσχεθεί σ’ αυτή, ότι θα είναι πάντα κοντά της. Έξαφνα, εκεί που έκλαιγε, βλέπει απέναντί της ένα μικρό κερί αναμμένο επάνω στο τζάκι. Έκανε το Σταυρό της και ως εκ θαύματος βλέπει την χάρη Του να φανερώνεται στο ίδιο μέρος που ήταν αναμμένο το κερί. Αμέσως τότε βλέπει η Ελένη ότι στην εμφάνιση της Θείας χάρης του το κερί άρχισε να ανεβοκατεβαίνει τρεις φορές, ενώ στην αρχή ήταν ακίνητο. Μετά βλέπει καθαρά ένα χέρι εκεί που ήταν το κερί να φανερώνεται με ανοικτή την παλάμη. Η Ελένη εξακολουθούσε να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια, όπου βλέπει τα κλειδιά να κρέμονται σε άλλο μέρος που ποτέ δεν τα έβαζε και στο οποίο είχε ψάξει με τον άνδρα της πρωτύτερα αλλά δεν τα βρήκε. Σε λίγο χάθηκε από μπροστά της και το χέρι που έβλεπε τόση ώρα.
Βαθειά συγκινημένη η Ελένη για το καινούριο θαύμα άρχισε να προσεύχεται και να ευχαριστεί τον Θεό που βρήκε τα κλειδιά.
Αμέσως πήγε στην εκκλησία για να ευχαριστήσει τον Κύριο.
Την στιγμή που προσευχόταν άκουσε μια φωνή από το τέμπλο της εκκλησίας όπου υπάρχει η εικόνα της Αναστάσεως. Της είπε τρείς φορές το όνομά της και τα εξής λόγια:«Ελένη, Ελένη, Ελένη. Τα κλειδιά εκεί που τα βρήκες τα έφερα εγώ. Έπεσαν στο δρόμο από τα χέρια του παιδιού σου στη γωνία του Βασίλη. Τρία βήματα πιο πάνω μιλούσε ο Νικόλας με μια κυρά, η οποία όμως δεν τα είδε που έπεσαν από τα χέρια του παιδιού σου και εγώ τα πήρα και τα έβαλα στο μέρος που τα βρήκες. Λοιπόν πρόσεχε παιδί μου τα κλειδιά της εκκλησίας».
Εξακολούθησε η Ελένη την προσευχή της και μετά γύρισε σπίτι της. Σε όλους τους κατοίκους του χωριού διηγήθηκε το καινούριο αυτό θαύμα.
† ― †
Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ
Το βράδυ στις 10 Σεπτεμβρίου 1937 η Ελένη είδε στον ύπνο της ότι κοντά σε μια ακρογιαλιά ήταν μια πεδιάδα στην οποία γυμναζόντουσαν στρατιώτες και γύρω από τους στρατιώτες και την πεδιάδα ήταν πολύς κόσμος άγνωστος στην Ελένη. Ξαφνικά οι στρατιώτες φώναξαν στην Ελένη: «σήκωσε το κεφάλι σου και βλέπε στον ουρανό». Πράγματι είδε ότι από το ανατολικό μέρος άνοιξε ο ουρανός και ότι μια πέτρα βγήκε και πήγε προς το δυτικό και μετά έπεσε μπροστά στην Ελένη. Το σημάδι αυτό την ταράζει και κλαίγοντας παρακαλεί το Θεό να την προστατέψει.
Σε λίγο οι στρατιώτες της λένε να ξαναδεί προς τον ουρανό και τότε είδε το ίδιο σημάδι, την πέτρα να πέφτει μπροστά στα μάτια των στρατιωτών στη θάλασσα.
Για Τρίτη φορά την φωνάζουν και βλέπει στο φοβερό εκείνο άνοιγμα του ουρανού από το ανατολικό μέρος, την πέτρα, να έρχεται από τη δύση και να πέφτει κοντά στην ακρογιαλιά όπου γυμνάζονταν οι στρατιώτες.
Κατάπληκτη για όσα είδε η Ελένη, προσευχόταν συνεχώς. Όταν συνήλθε ήθελε να μάθει τι σημαίνουν αυτά που είδε και χωρίς να γνωρίζει κανένα από το πλήθος που βρισκόταν εκεί, ρώτησε τους στρατιώτες, οι οποίοι πρόθυμα της εξήγησαν, ότι η οργή του Θεού έπεσε στη γη. Μετά την εξήγηση αυτή ο Λυτρωτής Χριστός φανερώθηκε στην Ελένη και της είπε: «Αυτά που είδες να τα πεις σ’ όλο τον κόσμο».
Η Ελένη ταράχτηκε από το όραμα αυτό και με δάκρυα παρακαλούσε τη Θεία βοήθεια, για να σώσει πρώτα τον κόσμο και μετά αυτή την ανάξια δούλη Του.
Το ότι η οργή του Θεού έπεσε στη γη κάθε ευσεβείς το βλέπει καθαρά. Έχουμε άλλωστε υπ’ όψιν μας αυτό που λέει η Αγία Γραφή, ότι η οργή του Θεού έρχεται στα παιδιά που δεν ακούνε.
Έχουμε τα παραδείγματα της σκληρής τιμωρίας των Σοδόμων κλπ. της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης (καταστροφή Ιεροσολύμων, Διασκορπισμός των Εβραίων κλπ.) και βγάζουμε από την σημερινή κακοδαιμονία της ανθρωπότητας γενικά και από την αγωνία που κατέχει όλους για το αύριο, ότι τα σημάδια των καιρών του Αγίου Ευαγγελίου έφτασαν και η οργή του Θεού πραγματικά έχει πέσει πριν πολύ καιρό στον κόσμο αυτό της απιστίας και αχαριστίας προς τον Λυτρωτή Χριστό.
Οι τρεις πέτρες οι οποίες έπεσαν από τον Ουρανό είχαν πλάτος μισού μέτρου και ύψος έως 10 εκατοστά του μέτρου. Το σχήμα τους ήταν στρογγυλό και γύρω-γύρω ήταν τυλιγμένες από μια κορδέλα καφέ χρώμα πλάτους 5 εκατοστών του μέτρου. Το ασκέπαστο δε μέρος της πέτρας από την κορδέλα ήταν λαμπερό όπως η απόχρωση της γυαλάδας του αλουμινίου.
† ― †
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΠΕΤΡΑΣ
Για να γνωρίζουν όλοι οι ευσεβείς προσκυνητές την ιστορία της Τίμιας Πέτρας, γράφουμε και γι’ αυτή. Όταν φανερώθηκε ο Σωτήρας μας στην ευσεβή Ελένη, έδειξε σ’ αυτή μια πέτρα και διέταξε να την πελεκήσουν έτσι ώστε να πάρει σχήμα επίπεδο, να την βάλουν στο δεξιό μέρος της εκκλησίας και να γράψουν τις λέξεις:
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Τα κομμάτια που έμειναν από το πελέκημα της Τίμιας Πέτρας τα φύλαξε η ευλαβείς Ελένη και τα μοιράζει στους προσκυνητές, από τους οποίους πολλοί είδαν και θαύματα.
Η Ζωή Ουραλίδου (Πυθαγόρα 4 στον Πειραιά) λέγει τα εξής:
Τον Μάρτιο του 1938, πήρα ένα μεσημέρι, ένα κομμάτι Τίμιας Πέτρας, το οποίον μου έδωσε η Ελένη και το έβαλα μέσα σε λίγο νερό για να γίνει αγιασμός και κάνω προζύμι για ψωμί. Όταν πέρασε μισή ώρα κατάπληκτη είδα ότι το προζύμι ανέβηκε τόσο πολύ που ξεχείλισε από το δοχείο που το είχα. Πήρα το δοχείο, το έβαλα στο τραπέζι και έκανα το σημείο του Σταυρού.
Εν τω μεταξύ γύρισε από το σχολείο η μικρή μου κόρη, η οποία αφού έφαγε άρχισε να βλέπει τα μαθήματα του σχολείου της. Ήταν απόγευμα όταν βρισκόμουν κοντά στην κόρη μου και ξαφνικά στο δωμάτιο έγινε βαθύ σκοτάδι και τότε βλέπω ένα φως σαν αστραπή το οποίο έλαμπε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Κατατρομαγμένη έκανα το Σταυρό μου και δεν μπορούσα να πω τίποτα στο παιδί μου. Μετά που φανερώθηκε το Θείο φώς, βλέπω επάνω στη ζύμη που ήταν στον τραπέζι, να παρουσιάζεται ένας ολόχρυσος Σταυρός με ένα μπλε χρώμα γύρω του. Ο Σταυρός από τη ζύμη σαν να έτρεμε, σηκώθηκε σε αρκετό ύψος στο δωμάτιο και μετά βγήκε από το δωμάτιο και χάθηκε.
Έπειτα διαλύθηκε το σκοτάδι μέσα στο δωμάτιό μου και πήρε το κανονικό φως της ημέρας. Συνήλθα από το φόβο μου και άρχισα να κλαίω από συγκίνηση για το μεγάλο θαύμα, το οποίο αξιώθηκα εγώ η ανάξια δούλη του Κυρίου να δω. Την ώρα του θαύματος η κόρη μου που βρισκόταν εκεί δεν κατάλαβε τίποτα απολύτως, παρά μονάχα μ’ έβλεπε στην κατάσταση που βρισκόμουν και έκανα τον Σταυρό μου και δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχα πάθει. Ο Κύριος αξίωσε εμένα το πλάσμα του να δω το μεγάλο αυτό θαύμα με την Τίμια Πέτρα για να μου δείξει την Παντοδυναμία Του και φωνάζω μέσα από τα βάθη της ψυχής μου την θαυματουργή δύναμη της Τίμιας Πέτρας, δοξάζω και ευχαριστώ το Σωτήρα Χριστό, γιατί δεν θα ξεχάσω ποτέ τη γλυκιά γεύση του άρτου εκείνου της ζύμης του θαύματος.
† ― †
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΕΤΡΑΣ
Ψαλλόμενος εις ήχον Β’ (τοις Μαθηταίς συνέλθομεν)
Αγία Πέτρα του Χριστού και Πέτρα του Θεού μας .
Εσύ ‘σαι ο Ίδιος ο Χριστός, το Φως και η Ζωή μας.
Αγία Πέτρα του Χριστού και Πέτρα του Θεού μας.
Κτυπήσαντος του Μωϋσή ύδατα αναβλύζεις.
Κι από τα ύδατα αυτά τον Ισραήλ ποτίζεις.
Σ’ εμάς τον νέον Ισραήλ Χριστέ παρουσιάσθης.
Ζωοποιείς το έργον του ως Αβακούμ διδάσκεις.
Παρουσιάσθης εν Σαρκί στην δούλη σου Ελένη.
Και Συ υπέδειξας σ’ αυτήν ο Σος Ναός να γένη.
Η Πέτρα είναι ο Χριστός, ο Θείος Παύλος λέγει.
Αυτός κρατεί τα σύμπαντα και ασθενείς ιατρεύει.
Γι’ αυτό και όλοι οι λαοί Χριστέ βοήθα κράζουν.
Συ είσαι η Ανάσταση, Σε πάντοτε δοξάζουν. (δις).
Η ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Τον Δεκέμβριο του 1937 η Ελένη, εκεί που έκανε την πρωινή της προσευχή στο εικονοστάσιό της, είδε μια σκιά μπροστά της και άκουσε μια φωνή να λέει τρεις φορές το όνομά της. Έπειτα της λέει η αόρατη φωνή: «Το παιδάκι σου θα το βαφτίσεις τρεις ημέρες μετά τα Θεοφάνεια, θα το βγάλεις Χριστίνα και όχι όπως είχες σκεφτεί. Εσύ θα βαφτίσεις ξένο παιδί και θα του δώσεις το όνομα της μητέρας σου. Στη βάπτιση θα είμαι κι εγώ, ένας όμως μονάχα να μη με ιδεί». Αυτά είπε η Θεία σκιά και χάθηκε. Μετά τρείς μέρες φανερώθηκε στον ύπνο της Ελένης ο Κύριος και της λέει: «Να πεις στον κουμπάρο να κάνει ότι σκέφτηκε. Δηλαδή να φωνάξει τον Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος κ. Ιάκωβον». Πραγματικά η Ελένη είπε στον κουμπάρο τη Θεία παραγγελία και αυτός όταν ήλθε ο καιρός εφώναξε για το μυστήριο της βάφτισης τον Σεβασμιότατο. Την ώρα που γινόταν η βάφτιση φανερώθηκε στη θέση του παντοκράτορα (ακόμα η αγιογράφηση δεν είχε γίνει), ο Χριστός σαν μια σκιά και έπειτα σαν σύννεφο και από το σύννεφο βγήκε ο Κύριος των δυνάμεων με ολόχρυσο φόρεμα σαν Αρχιερέας και ευλογούσε το εκκλησίασμα. Και έτσι πραγματοποίησε ο Κύριος την υπόσχεσή του, ότι θα είναι στο μυστήριο.
Στη βάφτιση, μαζί με όλους ήταν και η κόρη Μαριέτα Αναστασίου Γιώργα, ηλικίας 20 χρονών, η οποία λέει τα εξής:
Στις 9 Ιανουαρίου του 1938 την ώρα που γινόταν το μυστήριο της βάπτισης του παιδιού της Ελένης, είδα όταν ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης ήταν μπροστά στην κολυμπήθρα μια σκιά να κατεβαίνει από τη θέση του Παντοκράτορα στην κολυμπήθρα και να χάνεται. Έπειτα ένα σύννεφο και από αυτό να βγαίνει ο Κύριος με φόρεμα ολόχρυσο και χάθηκε για δεύτερη φορά. Για Τρίτη φορά κατεβαίνει πάλι σαν σύννεφο και από αυτό ο Κύριος φανερώθηκε επάνω από τον πολυέλαιο του Παντοκράτορα και ευλόγησε το εκκλησίασμα. Τον έβλεπε από τη μέση και πάνω.
Τόσο έμεινα εκστατική που με έπιασε ζαλάδα, με έφεραν μερικές γυναίκες προς το νάρθηκα, όπου συνήλθα και διηγήθηκα αυτά που είδα, δοξάζω τώρα τον Πανάγαθο Θεόν για το μεγάλο θαύμα, το οποίο θυμάμαι πάντα και προσεύχομαι σ’ Αυτόν να σώζει τον κόσμο.
† ― †